Οι εκδόσεις Α/συνεχεια πληροφορήθηκαν με μεγάλη τους λύπη το θάνατο του αγωνιστή κομμουνιστή Ηλία Μεταλλίδη. Είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε τον Ηλία Μεταλλίδη, στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, να περπατήσουμε μαζί του στις αντάρτικες κορυφογραμμές του Γράμμου και κυρίως να μας εμπιστευτεί τη δημοσίευση της μαρτυρίας του από την συμμετοχή του στον ΕΛΑΣ και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας μέσα απο το βιβλίο «Θυμόμαστε, διδασκόμαστε, προχωράμε» . Έφυγε περήφανος και αγωνιζόμενος μέχρι τέλους και όπως πάντα ενάντια στην ηττοπάθεια και την προσαρμογή, δίνοντας πάντα το παράδειγμα.
Ο Ηλίας Μεταλλίδης γεννήθηκε το 1925 στην Ξηρόβρυση του νομού Κιλκίς. Το 1943 έγινε μέλος του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ. Στη διάρκεια της Kατοχής είχε έντονη δράση στο απελευθερωτικό κίνημα. Κρατήθηκε στις φυλακές Παύλου Μελά όπου και βασανίστηκε βάναυσα από τους Γερμανούς αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ κυνηγήθηκε με αποτέλεσμα να ξαναβγεί στην παρανομία. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1946 εντάχθηκε στις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Στη διάρκεια τριών ετών έδωσε 114 μάχες και τραυματίστηκε τέσσερις φορές. Στον ΔΣΕ αποφοίτησε από τη σχολή ομαδαρχών στο αρχηγείο Μπέλλες και αργότερα από τη σχολή Πολιτικών Επιτρόπων. Στη συνέχεια, στάλθηκε για εκπαίδευση στην ΣΤ΄ Σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ όπου ονομάστηκε λοχαγός του ΔΣΕ. Τιμήθηκε με δύο μετάλλια ανδρείας για τη συμμετοχή του στη μάχη του χωριού Κάντσικο στις 4 Απριλίου του 1949 και στη μάχη Πατώματα του χωριού Λυκόραχη.
Το ντοκιμαντέρ «Γειά σας και καλή αντάμωση ως νικητές!» καταγράφει με την κάμερα όλα τα παραπάνω βιογραφικά στοιχεία, τις μνήμες και τις αγωνίες του και είναι αφιερωμένο στη δράση του με τους αντάρτες του ΔΣΕ στον Γράμμο συνθέτοντας ένα κομμάτι της «βιωμένης Ιστορίας» του τόπου μας.
Αντί άλλου αποχαιρετισμού, παραθέτουμε τα δικά του λόγια, όπως τα αποτύπωσε στο, γραμμένο σε ποιητική μορφή, κείμενό του με τίτλο: «Πως θέλω μετά θανάτου να είμαι».
«Πώς θέλω μετά θανάτου να είμαι»
Δεν θέλω εγώ το μνήμα μου βαθιά στης γης την σκοτεινή αγκαλιά.
Δεν θέλω εγώ το μνήμα μου κάτω από τα μουντά και τα λερά σεντόνια της στεριάς, που κρύβουν τις ασχήμιες μαζί με τις βρομιές της.
Δεν θέλω πλάκες βαριές επάνω μου, μάρμαρα και τσιμέντα, ούτε πέτρινους σταυρούς και πράσινα κλαδιά να μου πλακώνουν την καρδιά.
Ούτε και μνήμα ακριβό και χρυσοστολισμένο για να θαυμάζουν οι περαστικοί και να χαίρονται οι δικοί μου συγγενείς για τη γενναιοδωρία τους και το κατόρθωμά τους. Θα αγαπώ τη φαμίλια, συγγενείς και φίλους, και ιδιαίτερα τους αγωνιστές επαναστάτες που με το όπλο στα χέρια τους έκαναν το καθήκον τους απέναντι στην πατρίδα για την απελευθέρωση του λαού από τους τρεις κατακτητές.
Δεν θέλω να έρχονται να κλαίνε, να θρηνούν, να δακρύζουν και να ανάβουν κεριά. Θέλω όμως να έρθουν στο στερνό αντίο στον αγωνιστή τους που από μικρά του χρόνια μέχρι που έφυγε από τη ζωή έκανε το καθήκον του απέναντι στο λαό του.
Δεν θέλω τα μεγαλύτερα της γης τα πιο σιχαμερά θεριά που μύρια θα πλακώσουν επάνω στο κουφάρι μου να καταβροχθίσουν το κορμί μου.
Ακόμα, δεν με νοιάζουν οι συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμα, μα ούτε κι εκκλησίες, ούτε και ο κόσμος τι θα πει.
Κανείς δεν έχει πάνω δικαίωμα, ούτε εξουσία, ούτε και είναι κτήμα κανενός το άψυχο κορμί μου.
Εγώ θέλω να είμαι ο άρχοντας που θα του δώσω λύση.
Το κουφάρι μου δεν το θέλω στα Τάρταρα, στον Άδη, αλλά πάνω ψηλά στον ουρανό μαζί με τον αέρα.
Κανένας πλάστης μα ούτε κανένας πηλοποιός δεν έπλασε το κορμί μου. Δεν είμαι από χώμα εγώ της γης και ούτε της ανήκω.
Είμαι από νάτριο, από άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο, ήλιο και άλλα πολλά άγνωστα και γνωστά στοιχεία και υλικά.
Αυτά, άλλα τα δανείζεται να γίνει ο άνθρωπος, και τα άλλα ζωντανά της.
Ποτέ της δεν τα ξεπουλά μα ούτε τα δωρίζει, τα δίνει μόνο δανεικά για να τα ξαναπάρει.
Απ’ όλα τούτα είμαι εγώ, και όχι από χώμα.
Γι’ αυτό θερμοπαρακαλώ σαν έρθει η ώρα που ανθίζουν τα δέντρα και χαίρεται η φύση, τη ’βλογημένη αδερφή τη φλόγα να φωνάξετε, εσείς δικοί μου και φίλοι, να λύσει το κουφάρι μου.
Να κάψει τα κομμάτια του και όλα τα σωθικά μου.
Να γίνω καπνός στον ουρανό και πάχνη στον αέρα, να τρέχω με τον άνεμο ψηλά στα κορφοβούνια, στις ολοπράσινες πλαγιές και στα βαθιά λαγκάδια.
Να συναντηθώ με τις δεντροκορυφές, να παίξω με τα φύλλα και να παρηγορώ τα μαύρα κυπαρίσσια.
Θέλω σε κίνηση να βρίσκομαι και να γυρνώ αιώνια.
Να φεύγω όπως φεύγουνε τα’ ανάλαφρα μπαλόνια και όχι μνήμα βρόμικο μπηγμένο μεσ’ στο χώμα.
Αυτός θα είμαι μετά θανάτου.»