Του Δημήτρη Παπαχρήστου
Τα αυτιά μας είναι η πατρίδα μας. Τα ακούσματα γίνονται λόγος, που μας βοηθάει να βλέπουμε.
Η σιωπή γίνεται ζώσα μνήμη και αναστεναγμός, είναι η δύναμη της ομιλίας, πετά νομίσματα χρυσά στους λυπημένους γράφει ο Νίκος Καρούζος.
Κι έρχονται όλα στα μάτια μας, να δούμε καθαρότερα το τι μας γίνεται και να αναστοχαστούμε, για να προλάβουμε το κακό που μας περιμένει στη γωνία και να καταλάβουμε πως το εκ των υστέρων του σήμερα είναι εκ των προτέρων του αύριο, όταν το ξεφορτώσουμε από τα βάρητα που κουβαλάει.
Θρησκεία μας είναι η ποίηση κι έχει Θεό της τον Όμηρο, που τον θέλει η παράδοση τυφλό, και αοιδό των ανθρώπων τα πάθη, και οι Ομηρίδες να συνεχίζουν μέχρι τα σήμερα να ποιηματοπρατούν.
«Βούλωσέ το, όταν δεν μιλάς σ’ ακούω καλύτερα».
«Οι σιωπές είναι κραυγές, είναι στεφάνια αγίων, των δικών μας αγίων, αυτών που κοιταχτήκαμε και καταλάβαμε ότι εκείνες οι νύκτες μας θα γίνουν σπόροι που θα γεμίσουν λουλούδια τα τσιμεντένια πεζοδρόμια».
Ο Κώστας Γκιώνης στην ποιητική συλλογή του κραυγάζει τη σιωπή του για να καταλαγιάσει για λίγο, να πάρει βαθειά ανάσα και να συνεχίσει επαναστατικώ τω τρόπω.
Δεν το βάζει κάτω. Αγωνίζεται γιατί πιστεύει πως είναι προτιμότερο να αγωνίζεται κανείς ακόμα και μάταια, παρά να ζει μάταια. Γνωρίζει πως η ματαιότης ματαιοτήτων βολεύει τους τραγόπαπες της εξουσίας, κι ότι η απογοήτευση γίνεται δώρο και ανοχή να διαχειρίζονται τη ζωή μας.
Ο Αισχύλος δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν πρόλαβε να πει «καν μ’ επίριζαν φαγής αλλ’ έτι καρποφορήσω όσον επίσπεισαι σοι τράγε θυσμένω», και ο Σικελιανός αποδίδει τους στίχους και δεν φοβάται τον τράγο της εξουσίας: «κι αν με φας ως τη ρίζα και πάλι θα καρποφορήσω, όσο χρειάζεται για το κρασί που θα σε βρέξει τράγε όταν θα σε θυσιάσουν».
Ο Κώστας Γκιώνης θέλει να πιστεύει ότι κάποτε τα όνειρα θα γίνουν πραγματικότητα και η ουτοπία θα βρει τον τόπο της, και δεν το κρύβει. Θέλει τα όνειρα να πάρουν εκδίκηση, για τη δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ισότητα μέσα στο διαφορετικό που είμαστε, τρομοκρατώντας με τους στίχους του τη δικτατορία της ανάγκης και τη μιζέρια της καθημερινότητας που μας εξοντώνει και μας στερεί τη χαρά και τον έρωτα της ζωής, σπρώχνοντάς μας στο άγχος της επιβίωσης.
Ο Κώστας Γκιώνης, με πείσμα τρυφερό, πολλές φορές θέλει οι ποιητές να είναι εργαστήρι πειραμάτων, σε χώρες ανθρώπινες όπου ακούν και βλέπουν τα αυτιά τους και τα μάτια τους, όπου αισθάνονται τη σκληρή πραγματικότητα και μπορούν να τη συντρίψουν.
Ο Κώστας Γκιώνης έχει όπλο του τον λόγο, που έχει συμπυκνωμένη μέσα του τη μνήμη του μέλλοντος, που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας. Δεν αφήνει την επανάσταση μόνη της χωρίς τον έρωτα, γιατί θα καταντήσει νεκρή εκσπερμάτωση.
Συνδαυλίζει τα μισοσβησμένα κάρβουνα της εξέγερσης για να πάρουν φωτιά και να κάψουν το φόβο της υπνώττουσας κοινωνίας που στρώνει το δρόμο στο φασισμό, και συμπληρώνει το «Αντισταθείτε» του Μιχάλη Κατσαρού με το ποίημά του «Δεν φοβάμαι».
«Είμαι πολύ μικρός για να φοβάμαι και πολύ μεγάλος να έχω φόβους».
«Σκοτώστε μέσα σας το εύπιστο ανθρωπάκι που επιζητά τις εύκολες απαντήσεις».
«Σκοτώστε τα λόγια που πριν ανέβουν στο κεφάλι, κατρακυλάνε από την γλώσσα σας».
Όλη η ποίηση του Κώστα γίνεται εξεγερτική, απευθύνεται με αισιόδοξο πνεύμα στους απογοητευμένους, στους κουρασμένους, και τους καλεί να διώξουν το φόβο και την παραδοχή που καλλιεργούν οι επαγγελματίες πολιτικοί με γενικεύσεις, εξισώσεις, αριθμούς, έτσι που μας κάνουν ποσοστά στους λογαριασμούς τους.
Όλοι είναι το ίδιο, και αυτοί που αγωνίζονται και φωνάζουν ως νέοι μόλις μεγαλώσουν θα γίνουν κι αυτοί το ίδιο, για να καταλήξουν στο ο σώζων εαυτό σωθήτω.
Ο Κώστας Γκιώνης τα βάζει με τους Ανθρωποφύλακες, κι έχει στο μυαλό του τον Κοροβέση και τον Καβάφη όταν γράφει «Ακόμα κι αυτός ο πόλεμος ίσως θα ήταν κάποια λύση».
Αν σκύψουμε το κεφάλι μας, οι βάρβαροι-εξουσιαστές της ζωής μας θα φαντάζουν θεόρατοι. Αν το σηκώσουμε ψηλά, ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί, τότε θα δούμε πόσο νάνοι κι ανθρωπάκια φοβισμένα είναι, γι’ αυτό στηρίζονται στην τάξη και στη βία, που τη βιώνουμε καθημερινά και την ονομάζουμε κανονικότητα και ασφάλεια.
Ο Κώστας Γκιώνης αυτό που μας ζητάει με την ποίηση του, είναι να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, κάνοντας την ποίηση και το τραγούδι γροθιά στο στομάχι και στον εφησυχασμό.
Ο χορός της επόμενης μέρας περιλαμβάνει πενήντα τρία συν ένα ποιήματα. Δεν γίνονται πενήντα τέσσερα. Δεν γίνονται άρτιος αριθμός. Κρατάει τον περιττό, γιατί με τον άρτιο η όποια διαίρεση δίνει το κομματάκι σαν κουμπισιά στον καθένα και ησυχάζει.
Ο περιττός αριθμός αφήνει υπόλοιπο, εκείνο το κάτι, το αγκάθι που μπορεί να βάλει φωτιά στα πάντα, ακόμα και στο τίποτα, για να δημιουργηθεί εξαρχής ένας νέος κόσμος ανθρώπινος, χωρίς παρωπίδες, απόλυτες αλήθειες και δογματισμούς, πολέμους, συμφορές και περιβαλλοντικές καταστροφές.
Είναι εφικτός αυτός ο κόσμος, αρκεί να τον πιστέψουμε και να αγωνιστούμε γι’ αυτόν. Ένας κόσμος που θα χωράει μέσα τους πολλούς κόσμους και ελεύθερους σκεπτόμενους ανθρώπους.
Ο Κώστας Γκιώνης με τα ποιήματα του γίνεται ανιχνευτής ανθρώπων. Δεν πολιτικολογεί, επαναστατεί, όχι με στρατευμένο λόγο και σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Τα ποιήματά του, αν αφαιρεθούν οι τίτλοι, φανερώνουν ένα ενιαίο έργο αντιεξουσιαστικό, γιατί μέσα απ’ αυτά φωτίζεται η αλήθεια, που είναι από μόνη της επαναστατική.
Ο Κώστας Γκιώνης είναι ποιητής. Βουτάει τη πένα του στο αίμα της ζωής, στην ιστορία των αγώνων και της αριστεράς. Δεν ξεχνάει πως η ταξική πάλη είναι λυτρωτική και απελευθερωτική, τη βουτά στο πυρ το αείζον καλλιεργώντας τη μνήμη και γράφοντας τον πρόλογο του μέλλοντος – γνωρίζοντας πως η μνήμη-ποίηση δεν αφήνει τίποτα να χαθεί, δεν έχει προηγούμενο, είναι η ίδια μας η ύπαρξη.